μικροβιομηχανία

μικροβιομηχανία
η
παραγωγική μονάδα με μικρές εγκαταστάσεις και με μικρό αριθμό απασχολουμένων, επιχείρηση που από την άποψη τού μεγέθους εντάσσεται στο όριο μεταξύ τής βιομηχανίας και τής βιοτεχνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικροβιομήχανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μικροβιομηχανικός — ή, ό [μικροβιομηχανία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικροβιομηχανία ή στον μικροβιομήχανο …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”